- στακτερία
- στακ-τερία, ἡ,A vessel containing aromatic oil, Stud.Pal.20.233 (vi/ vii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στακτερία — ἡ, Α δοχείο με αρωματικό έλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στακ τού στάζω (πρβλ. στακτός)] … Dictionary of Greek